ἄμβλωμα
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἀμβλίσκω) abortion, Antipho Soph. 148, Aret.CA1.6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό aborto Antipho Soph.B 38, Hsch.
German (Pape)
[Seite 118] τό, Fehlgeburt, Medic. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμβλωμα: -ατος, τὸ (ἀμβλίσκω) = ἀποβολή, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, κτλ.
Greek Monolingual
το (Α ἄμβλωμα) ἀμβλῶ
νεοελλ.
1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο
2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα
αρχ.
η άμβλωση, έκτρωση.