ἄμφαυξις

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμφαυξις Medium diacritics: ἄμφαυξις Low diacritics: άμφαυξις Capitals: ΑΜΦΑΥΞΙΣ
Transliteration A: ámphauxis Transliteration B: amphauxis Transliteration C: amfafksis Beta Code: a)/mfaucis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (αὔξειν) callus or overgrowth on the scar of a removed branch (cf. ἀμφιφύα), Thphr. HP 3.7.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
excrecencia formada al hacer un corte en un vegetal, Thphr.HP 3.7.1.

German (Pape)

[Seite 133] ἡ, Nachwuchs, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμφαυξις: -εως, ἡ, (αὔξειν) ἡ παραβλάστησις ἥτις γίνεται περὶ τὸ λεῖον καὶ ἄοζον μέρος τοῦ στελέχους τῆς ἐλάτης ἧς ἀπεκόπησαν οἱ κλάδοι· καλεῖται δὲ καὶ ἀμφίφυα (γράφεται καὶ παροξυτόνως -ύα) Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 7, 1.

Greek Monolingual

ἄμφαυξις (-εως), η (Α)
η ανάπτυξη νέων βλαστών στη θέση ενός κλαδιού που κόπηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + αὖξις].