ἄμφαυξις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
-εως, ἡ, (αὔξειν) callus or overgrowth on the scar of a removed branch (cf. ἀμφιφύα), Thphr. HP 3.7.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
excrecencia formada al hacer un corte en un vegetal, Thphr.HP 3.7.1.
German (Pape)
[Seite 133] ἡ, Nachwuchs, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφαυξις: -εως, ἡ, (αὔξειν) ἡ παραβλάστησις ἥτις γίνεται περὶ τὸ λεῖον καὶ ἄοζον μέρος τοῦ στελέχους τῆς ἐλάτης ἧς ἀπεκόπησαν οἱ κλάδοι· καλεῖται δὲ καὶ ἀμφίφυα (γράφεται καὶ παροξυτόνως -ύα) Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 7, 1.
Greek Monolingual
ἄμφαυξις (-εως), η (Α)
η ανάπτυξη νέων βλαστών στη θέση ενός κλαδιού που κόπηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + αὖξις].