ἄσκηνος
From LSJ
English (LSJ)
ἄσκηνον, without tents, not under canuas, Plu.Sert.12, App.BC 5.117.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 no protegido por tiendas, al aire libre, δίαιτα Plu.Sert.12, ἔνθα ἄ. ἐνυκτέρευσεν App.BC 5.117
•sin toldilla de un barco PMonac.4.11 (VI d.C.).
2 adv. -ως sinceramente ἀ. ἠγαπηκέναι Synes.Ep.138.
German (Pape)
[Seite 371] (σκηνή), 1) ohne Zelt, δίαιτα Plut. Sert. 12. – 2) ohne scenisches Blendwerk, ohne Täuschung, Synes.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas de tente ; ἄσκηνος δίαιτα PLUT vie au grand air.
Étymologie: ἀ, σκηνή.
Greek Monolingual
ἄσκηνος, -ον (Α)
Greek Monotonic
ἄσκηνος: -ον (σκήνη), αυτός που δεν έχει σκηνή, υπαίθριος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκηνος: проводимый вне палаток, т. е. под открытым небом (δίαιτα Plut.).
Middle Liddell
σκήνη
without tents, Plut.