ἐγκρατέω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
to be master of, exercise control over, τῶ ἀλόγω Metop. ap. Stob.3.1.115, cf. LXX Ex.9.2.
Spanish (DGE)
(ἐγκρᾰτέω) 1 retener c. gen. εἰ ... μὴ βούλει ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἄλλ' ἔτι ἐγκρατεῖς αὐτοῦ si no quieres dejar partir a mi pueblo, sino que lo retienes todavía LXX Ex.9.2
•sujetar c. ac. ταῖς τῶν χειρῶν παλάμαις ἐγκρατεῖν τὰ εὑρισκόμενα Gr.Nyss.Prof.Chr.132.19, en v. pas. ἵνα τὸ ὕδωρ ἐγκρατηθῇ ταῖς κοιλότησι Gr.Nyss.M.44.89B.
2 poseer legalmente, tener en su poder, ser dueño de c. gen. ἐ. καὶ δεσποτεύειν τῆς ἐπιβαλλούσης α[ὐ] τῷ ἀρούρης μιᾶς PCair.Isidor.104.22 (III d.C.), cf. PHerm.Rees 28.12 (VI d.C.), οὗ (ἀδελφοῦ) οὐδενὸς ἐγκρατῶ del cual (de mi hermano) no poseo nada, PRyl.117.27 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 710] Etwas in seiner Gewalt haben, τινός, Metop. Stob. fl. 1, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρᾰτέω: εἶμαι κύριός τινος, ἐξουσιάζω, Μέτωπος Μεταποντῖνος παρὰ Στοβ. 7. 38.