ἐγχειρίθετος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρίθετος Medium diacritics: ἐγχειρίθετος Low diacritics: εγχειρίθετος Capitals: ΕΓΧΕΙΡΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: encheiríthetos Transliteration B: encheirithetos Transliteration C: egcheirithetos Beta Code: e)gxeiri/qetos

English (LSJ)

[ρῐ], ον put into one's hands, ἐ. τινα παραδιδόναι Hdt. 5.106: Aeol. ἐγχερρίθετος prob. in Sapph.Oxy.1787 Fr.9.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐγχερρί- Pi.Fr.52w(i).3
puesto en las manos, entregado ἵνα ... τὸν ταῦτα μηχανησάμενον ἐγχειρίθετον παραδῶ Hdt.5.106, cf. Pi.l.c.

German (Pape)

[Seite 713] eingehändigt, -θετον παραδιδόναί τινι Her. 5, 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
remis aux mains de.
Étymologie: ἐν, χείρ, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχειρίθετος: переданный в руки, врученный: ἐγχειρίθετον παραδοῦναί τινα Her. выдать кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρίθετος: -ον, ὁ εἰς τὰς χεῖράς τινος διδόμενος, ἐγχειρίδοτος, ἐγχ. τινὰ παραδιδόναι Ἡρόδ. 5. 106.

Greek Monotonic

ἐγχειρίθετος: -ον, αυτός που δίνεται ή εναποτίθεται στα χέρια κάποιου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐγ-χειρί-θετος, ον
put into one's hands, Hdt.