ἐγχυματίζω

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχῠμᾰτίζω Medium diacritics: ἐγχυματίζω Low diacritics: εγχυματίζω Capitals: ΕΓΧΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: enchymatízō Transliteration B: enchymatizō Transliteration C: egchymatizo Beta Code: e)gxumati/zw

English (LSJ)

A make an infusion of, τι Dsc.1.45 (Pass.), Gp.4.7.3, Aesop.18.
II ἐ. τινά treat by injections, Hippiatr.129.
III instil, inject, Sor.1.64, Archig. ap. Gal.12.621, etc.

Spanish (DGE)

1 instilar, inyectar medic., vet. τὸν χυλὸν ... εἰς τὴν ῥῖνα Archig. en Gal.12.582, abs. Gal.12.624, διὰ τοῦ στόματος Hippiatr.129.3, 10, en v. pas. Dsc.1.45.2, Antyll. en Orib.10.26.1, Sor.1.20.108
agr. de una incisión o injerto mantener humedecido con un preparado o infusión τὸ κλῆμα Gp.4.7.3.
2 intr. medic. instilar dentro de, poner gotas en διαψήσας τὸ οὖς καὶ ἐγχυματίσας ... βαλσάμῳ Archig. en Gal.12.621, ἀρνογλώσσου χυλῷ Gal.13.298.

German (Pape)

[Seite 714] einen Trank, Arzenei eingießen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχῠμᾰτίζω: μέλλ. ίσω, χέω ἐντός, ἐγχέω, ὀπὸν Κυρηναϊκὸν ἀνέντες ὕδατι... ἐγχυματίζουσι Γεωπ. 4. 7, 3· μνημονεύεται τὸ ῥῆμα καὶ ἐκ τοῦ Διοσκ. - Ρηματ. ἐπίθ. -τιστέον, πρέπει τις νὰ ἐγχύσῃ, νὰ ποιήσῃ ἔγχυσιν, Γεωπ. 18. 17, 1 ΙΙ. ἐγχ. τινά, θεραπεύω δι’ ἐγχύσεων, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

(AM ἐγχυματίζω)
1. χύνω μέσα, ενσταλάζω
2. ιατρ. παρασκευάζω έγχυμα με εμβολή οργανικής ουσίας σε θερμό νερό
αρχ.
1. εγχέω
2. ιατρ. θεραπεύω με εγχύσεις.