ἐκδέρκομαι
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
English (LSJ)
look out from, Il.23.477 (sed leg. κεφαλῆς ἐκ δέρκεται); λεπτὸν ἐκδέδορκε Adam.1.5.
Spanish (DGE)
mirar λεπτὸν ἐκδέδορκε Adam.1.5 (cód.), cf. Eust.1311.66.
German (Pape)
[Seite 756] (s. δέρκομαι), heraussehen, τινός, κεφαλῆς ἐκδέρκεται ὄσσε Il. 23, 477, bei Wolf u. Spitzner getrennt geschr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδέρκομαι: ἀποθ., βλέπω ἔκ τινος, Ἰλ. Ψ. 477 (ἔνθα νῦν γράφεται ἔκ δέρκεται, οὔτε τοι ὀξύτατον κεφαλῆς ἔκ δέρκεται ὄσσε)· λεπτὸν ἐκδέδορκε Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 2.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐκδέρκομαι (Α)
βλέπω από κάπου προς τα ἔξω.