ἐκκιναιδίζομαι
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
strengthened for κιναιδίζομαι, D.C.50.27.
Spanish (DGE)
en perf. ser, haberse hecho afeminado γυναικίζει καὶ ἐκκεκιναίδισται D.C.50.27.6.
German (Pape)
[Seite 762] verstärktes simpler, Dio Cass. 50, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῐναιδίζομαι: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ κιναιδίζομαι, Δίων Κ. 50. 27.
Greek Monolingual
ἐκκιναιδίζομαι (Α)
γίνομαι πλέον κίναιδος, έχω πια όλα τα γνωρίσματα του κίναιδου.