ἐκμαραίνω
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
aor. ἐκμάρᾱνα AP12.234 (Strat.):—make to fade or make to wither away, Thphr. Ign.11, APl.c.:—Pass., wither away, Theoc.3.30.
Spanish (DGE)
(ἐκμᾰραίνω) I intr.
1 extinguirse, apagarse τῷ <μὴ> ἀπορρέειν <τὸ> θερμὸν ἐκμαραίνει el calor (e.d. el fuego) se extingue al no fluir Thphr.Ign.11, cf. en v. med., Thphr.Ign.19.
2 en v. med.-pas. marchitarse ἁπαλῷ ποτὶ πάχεϊ ἐξεμαράνθη el pétalo de una flor, Theoc.3.30.
II tr. extinguir, marchitar ταῦτα ... χρόνος ἐξεμάρανε AP 12.234 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 768] ausdörren, verwelken lassen, Theophr.; τὸ τηλέφιλον ἐξεμαράνθη Theocr. 3, 30; ὁ χρόνος ἐξεμάρανε τὰ ἄνθη Strat. 73 (VII, 234).
French (Bailly abrégé)
faire se faner, faire se flétrir ; Pass. se faner, se flétrir.
Étymologie: ἐκ, μαραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμᾰραίνω: лишать свежести, делать увядшим (ὁ φθονέων χρόνος ἐξεμάρανε τὰ ἄνθη Anth.); pass. увядать, блекнуть, вянуть (τὸ τηλέφιλον ἐξεμαράνθη Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμᾰραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, κάμνω τι νὰ μαρανθῇ, καταμαραίνω, Θεόφρ. π. Πυρὸς 11, Ἀνθ. Π. 12. 234. - Παθ., καταμαραίνομαι, Θεόκρ. 3. 30.
Greek Monolingual
ἐκμαραίνω (AM)
μαραίνω εντελώς.
Greek Monotonic
ἐκμᾰραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κάνω κάτι να ξεραθεί, να μαραθεί εντελώς, σε Ανθ. — Παθ., μαραίνομαι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
to make to wither away, Anth.:— Pass. to wither away, Theocr.