ἐκπρίασθαι

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρίασθαι Medium diacritics: ἐκπρίασθαι Low diacritics: εκπρίασθαι Capitals: ΕΚΠΡΙΑΣΘΑΙ
Transliteration A: ekpríasthai Transliteration B: ekpriasthai Transliteration C: ekpriasthai Beta Code: e)kpri/asqai

English (LSJ)

aor. 2 (v. Πρίαμαι),
A buy off, χρήμασι..κίνδυνον ἐ. Antipho 5.63, cf. Lys.27.6; ἐ. τοὺς κατηγόρους Id.20.15.
2 buy, ἐ. τι παρά τινος Isoc.3.22; μεγάιων χρημάτων τὴν σωτηρίαν D.C.62.28.

German (Pape)

[Seite 776] (aor., s. πρίασθαι), abkaufen, loskaufen; κίνδυνον Antiph. 5, 63 Lys. 27, 6, d. i. die Anklage durch Bestechung abwenden, παρά τινος, Isocr. 3, 22; auch τοὺς κατηγόρους, erkaufen, bestechen, Lys. 20, 15; μεγάλων χρημάτων τὴν σωτηρίαν D. Cass. 62, 28.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 d'un verbe inus.
1 acheter : τι παρά τινος qch à qqn;
2 acheter, corrompre, acc..
Étymologie: ἐκ, πρίαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρίασθαι: ἀόρ. β΄ (ἴδε *πρίαμαι), ἐξωνοῦμαι, χρήμασι... κίνδυνον ἐκπρ. Ἀντιφῶν 136. 36, πρβλ. Λυσ. 178. 16· ἐκπρ. τοὺς κατηγόρους ὁ αὐτ. 159. 20· ἐκπρ. τι παρά τινος Ἰσοκρ. 31Β.

Greek Monotonic

ἐκπρίασθαι: αόρ. βʹ (βλ. *πρίαμαι), αγοράζω, εξαγοράζω, σε Ρήτ.

Middle Liddell

αορ2 [v. *πρίαμαι
to buy off, Oratt.