ἐκτύφω
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
[ῡ], burn in a slow fire; cf. ἐξύθυψεν (sic, post ἐξήια)· ἐξέκαυσεν, Hsch.:—metaph. in Med., ἔρωτα ἐκτύφεσθαι light a slow fire of love, Alciphr.3.50:—Pass., aor. 2 ἐξετύφην [ῠ], e)c. klai/ousa my face swelled up with weeping, Men.Epit.Fr.9.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [fut. ind. 1a plu. ἐκθύψομεν E.Cyc.475; aor. ind. 3asg. ἐξέθυψεν Hsch.ε 3835, v. pas. ἐξετύφην [-ῠ-] Men.Epit.851]
1 ahumar, cegar con humo ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιὰν ἐκθύψομεν ahumaremos el ojo (del Cíclope) como si fuera un avispero E.l.c., cf. Hsch.l.c., Phot.ε 1186
•fig., en v. med.-pas. ser cegado, quedar momentáneamente ciego, ver borrosamente a causa del llanto ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσ' ὅλως Men.Epit.fr.8, νὴ τὸν Δία τὸν μέγιστον, ἐκτυφήσομαι Men.Fr.397, cf. Phot.ε 526
•expl. como casi perder la visión, EM 324.40G.
2 en v. med. atizar un fuego, fig. inflamar c. ac. abstr. y dat. de pers. ἐπὶ πλέον ἐκτύφεσθαι τὸν ἔρωτα τούτῳ μηχανωμένη Alciphr.3.14.1.
German (Pape)
[Seite 784] (s. τύφω), in Dampf od. Rauch verwandeln, entzünden; im pass., ἔρωτα ἐκτύφεσθαι τούτῳ μηχανωμένη Alciphr. 3, 50; Men. frg. bei Schol. Eur. Phoen. 1160, ἐξετύφην κλαίουσα, ich weinte mir die Augen aus, vielleicht »ich entzündete mir die Augen«; E. M erkl. ἐκτυφλωθῆναι μικρόν; ἐκτυφήσομαι, Men. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καίω διὰ βραδέως καπνίζοντος πυρός, ὑπεκκαίω, μεταφ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἔρωτα ἐκτύφεσθαι, ὑπεκκαίειν, Ἀλκίφρων 3.50: - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐξετύφην ῠ· ἐξετύφην κλαίουσα, παρὰ μικρὸν ἐτυφλώθην κλαίουσα, Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 10, Ζωναρ. σ. 677, Ἐτυμ. Μ. 324, 40.
Greek Monolingual
ἐκτυφῶ (-όω) (Α)
1. εξαπατώ, αποπλανώ, εμπαίζω
2. κάνω κάποιον αλαζόνα, επηρμένο
3. (μέσ. και παθ.) ἐκτυφοῦμαι
εξαφανίζομαι μεταβαλλόμενος σε καπνό.
Greek Monolingual
ἐκτύφω (Α)
1. καίω με αργή φωτιά, υπεκκαίω
φλέγω
2. υποδαυλίζω,
3. (μέσ. και παθ.) ἐκτύφομαι
στερούμαι την όρασή μου, χάνω τα μάτια μου («ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσα», Μένανδρ.).