Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκτύφω

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτύφω Medium diacritics: ἐκτύφω Low diacritics: εκτύφω Capitals: ΕΚΤΥΦΩ
Transliteration A: ektýphō Transliteration B: ektyphō Transliteration C: ektyfo Beta Code: e)ktu/fw

English (LSJ)

[ῡ], burn in a slow fire; cf. ἐξύθυψεν (sic, post ἐξήια)· ἐξέκαυσεν, Hsch.:—metaph. in Med., ἔρωτα ἐκτύφεσθαι light a slow fire of love, Alciphr.3.50:—Pass., aor. 2 ἐξετύφην [ῠ], e)c. klai/ousa my face swelled up with weeping, Men.Epit.Fr.9.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [fut. ind. 1a plu. ἐκθύψομεν E.Cyc.475; aor. ind. 3asg. ἐξέθυψεν Hsch.ε 3835, v. pas. ἐξετύφην [-ῠ-] Men.Epit.851]
1 ahumar, cegar con humo ὀφθαλμὸν ὥσπερ σφηκιὰν ἐκθύψομεν ahumaremos el ojo (del Cíclope) como si fuera un avispero E.l.c., cf. Hsch.l.c., Phot.ε 1186
fig., en v. med.-pas. ser cegado, quedar momentáneamente ciego, ver borrosamente a causa del llanto ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσ' ὅλως Men.Epit.fr.8, νὴ τὸν Δία τὸν μέγιστον, ἐκτυφήσομαι Men.Fr.397, cf. Phot.ε 526
expl. como casi perder la visión, EM 324.40G.
2 en v. med. atizar un fuego, fig. inflamar c. ac. abstr. y dat. de pers. ἐπὶ πλέον ἐκτύφεσθαι τὸν ἔρωτα τούτῳ μηχανωμένη Alciphr.3.14.1.

German (Pape)

[Seite 784] (s. τύφω), in Dampf od. Rauch verwandeln, entzünden; im pass., ἔρωτα ἐκτύφεσθαι τούτῳ μηχανωμένη Alciphr. 3, 50; Men. frg. bei Schol. Eur. Phoen. 1160, ἐξετύφην κλαίουσα, ich weinte mir die Augen aus, vielleicht »ich entzündete mir die Augen«; E. M erkl. ἐκτυφλωθῆναι μικρόν; ἐκτυφήσομαι, Men. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτύφω: ῡ: μέλλ. -θύψω, καίω διὰ βραδέως καπνίζοντος πυρός, ὑπεκκαίω, μεταφ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἔρωτα ἐκτύφεσθαι, ὑπεκκαίειν, Ἀλκίφρων 3.50: - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐξετύφην ῠ· ἐξετύφην κλαίουσα, παρὰ μικρὸν ἐτυφλώθην κλαίουσα, Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 10, Ζωναρ. σ. 677, Ἐτυμ. Μ. 324, 40.

Greek Monolingual

ἐκτυφῶ (-όω) (Α)
1. εξαπατώ, αποπλανώ, εμπαίζω
2. κάνω κάποιον αλαζόνα, επηρμένο
3. (μέσ. και παθ.) ἐκτυφοῦμαι
εξαφανίζομαι μεταβαλλόμενος σε καπνό.

Greek Monolingual

ἐκτύφω (Α)
1. καίω με αργή φωτιά, υπεκκαίω
φλέγω
2. υποδαυλίζω,
3. (μέσ. και παθ.) ἐκτύφομαι
στερούμαι την όρασή μου, χάνω τα μάτια μου («ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίουσα», Μένανδρ.).