ἐμπακτόω

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπακτόω Medium diacritics: ἐμπακτόω Low diacritics: εμπακτόω Capitals: ΕΜΠΑΚΤΟΩ
Transliteration A: empaktóō Transliteration B: empaktoō Transliteration C: empaktoo Beta Code: e)mpakto/w

English (LSJ)

close by stuffing in or caulking, τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96.

Spanish (DGE)

náut. calafatear τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96 (tm.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμπακτόω: затыкать, законопачивать (τὰς ἁρμονίας τῇ βύβλω Her. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπακτόω: ἐμφράσσω, στουπώνω, καλαφατίζω, τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Ἡρόδ. 2. 96.

Greek Monotonic

ἐμπακτόω: μέλ. -ώσω (ἐν), κλέινω κάτι παραγεμίζοντάς το ή με στεγανοποίηση, καλαφατίζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. ώσω [ἐν]
to close by stuffing in or caulking, Hdt.