ἐμπακτόω
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
close by stuffing in or caulking, τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96.
Spanish (DGE)
náut. calafatear τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Hdt.2.96 (tm.).
Russian (Dvoretsky)
ἐμπακτόω: затыкать, законопачивать (τὰς ἁρμονίας τῇ βύβλω Her. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπακτόω: ἐμφράσσω, στουπώνω, καλαφατίζω, τὰς ἁρμονίας ἐν ὦν ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ Ἡρόδ. 2. 96.
Greek Monotonic
ἐμπακτόω: μέλ. -ώσω (ἐν), κλέινω κάτι παραγεμίζοντάς το ή με στεγανοποίηση, καλαφατίζω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ώσω [ἐν]
to close by stuffing in or caulking, Hdt.