ἐμφραγμός

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφραγμός Medium diacritics: ἐμφραγμός Low diacritics: εμφραγμός Capitals: ΕΜΦΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: emphragmós Transliteration B: emphragmos Transliteration C: emfragmos Beta Code: e)mfragmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἔμφραξις, LXX Si.27.14.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
obstrucción, barrera, valladar ἡ μάχη αὐτῶν ἐ. ὠτίων su disputa (es) obstrucción de los oídos LXX Si.27.14, ἐμφραχθήσεται θυγάτηρ Ἐφραὶμ ἐμφραγμῷ LXX Mi.4.14 (cód.), cf. Cyr.Al.M.71.709C, Thdt.M.81.1765D.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, = ἔμφραξις, LXX.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμφραγμός)
έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.).