ἐμφραγμός
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
obstrucción, barrera, valladar ἡ μάχη αὐτῶν ἐ. ὠτίων su disputa (es) obstrucción de los oídos LXX Si.27.14, ἐμφραχθήσεται θυγάτηρ Ἐφραὶμ ἐμφραγμῷ LXX Mi.4.14 (cód.), cf. Cyr.Al.M.71.709C, Thdt.M.81.1765D.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, = ἔμφραξις, LXX.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμφραγμός)
έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.).