ἐναποδείκνυμαι
English (LSJ)
Med.,
A exhibit, πίστιν τινί to show one's loyalty to a person, Plb.1.82.9; ἐ. εὔνοιαν, ἔχθραν εἴς τινα, Id.10.34.10, 3.12.4; ἡδονὴ ἐ. ἀλγηδόνας Diog.Ep.28.5:—Pass., εὔνοιαν ἴσην πᾶσιν ἐναποδεδεῖχθαι IG22.1042b18.
II ἐναπεδεικνύατο (Ion.impf.Pass.) approved themselves, gained distinction among others, Hdt.9.58.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. 3a plu. ἐναπεδεικνύατο Hdt.9.58]
I intr. distinguirse entre ὅτι οὐδένες ἄρα ἐόντες ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι Ἕλλησι ἐναπεδεικνύατο Hdt.l.c.
II tr.
1 dar muestras de, exhibir, hacer gala de c. ac. de abstr. indic. actitudes positivas τούτοις τὴν μεγίστην οἰκειότητα Plb.1.82.9, τὴν αὑτοῦ ... εὔνοιαν ... εἰς τὸν Πόπλιον Plb.10.34.10, τὴν σπουδὴν ἣν ἔχων διατελεῖ εἰς τὸ συμφέρον τὸ τῶν Μαγνήτων IM 61.46 (III/II a.C.), προθυμίαν I.AI 7.235, τὴν πρὸς τὸ θεῖον εὐσέβειαν ISinuri 10.11 (imper.), tb. negativas τὴν πατρῴαν ἔχθραν εἰς Ῥωμαίους Plb.3.12.4, τὸ πρὸς τοὺς Ἕλληνας μῖσος D.S.14.59, cf. D.H.Th.2.2.
2 mostrar, indicar χωρίον τῆς πόλεως Clem.Al.Strom.5.11.76.
German (Pape)
[Seite 828] sich zeigen in, unter, z. B. ἐν τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 58; beweisen, πίστιν, εὔνοιαν u. ä., Pol. 1, 82, 9. 10, 34, 10 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
se distinguer parmi, ἔν τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποδείκνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποδείκνῠμαι:
1 выдаваться, выделяться, отличаться (ἐν τοῖς Ἓλλησι Her.);
2 выказывать, проявлять (τὴν εὔνοιαν εἴς τινα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποδείκνῠμαι: μέσ., ἐναποδείκνυσθαι πίστιν τινί, δεικνύειν ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, Πολύβ. 1. 82, 9· ἐν. εὔνοιαν, ἔχθραν εἴς τινα ὁ αὐτ. 10. 34, 10., 3. 12, 4, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 117. 15. ΙΙ. ἐν Ἡροδ. 9. 58 ἐναπεδεικνύατο (Ἰων. παθ. παρατ.) φαίνεται ὅτι σημαίνει διεκρίνοντο μεταξὺ ἄλλων.
Greek Monolingual
ἐναποδείκνυμαι (Α)
(το ενεργ. ἐναποδείκνυμι σπάνιο)
1. επιδεικνύω κάτι, εκδηλώνω ορισμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον («τούτοις τήν μεγίστην οικειότητα ἐναπεδείξαντο», Πολύβ.)
2. αναδεικνύομαι μεταξύ άλλων, διακρίνομαι («οὐδένες ἐόντες ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι Ἕλλησι ἐναπεδεικνύατο», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐναποδείκνῠμαι: Μέσ. ή Παθ., διακρίνομαι, ξεχωρίζω μεταξύ άλλων ή ανάμεσα σε άλλους, ἐναπεδεικνύατο (Ιων., γʹ πληθ. παρατ.), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Mid. or Pass. to gain distinction among others, ἐναπεδεικνύατο (ionic 3rd pl. imperf.) Hdt.