ἐναποσφράγισμα

German (Pape)

[Seite 828] τό, das Daraufgedrückte, Siegel, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσφράγισμα: το, ἀποτύπωμα ὡς τὸ τῆς σφραγίδος, Κλήμ. Ἀλ. 487.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impresión ὁ ... λόγος ... οἷον ἐναποσφραγίσματα τῶν «πνευματικῶν» δυνάμεων Clem.Al.Strom.2.20.110.

Greek Monolingual

ἐναποσφράγισμα, το (Α)
αποτύπωμα, απεικόνιση, εγχάραγμα.