ἐνδιαχειμάζω
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
winter in, νήσῳ Str.2.3.4.
Spanish (DGE)
pasar el invierno, invernar en τῇ ... νήσῳ Str.2.3.4.
German (Pape)
[Seite 834] überwintern in, νήσῳ Strab. II p. 100.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαχειμάζω: μέλλ. -άσω, διέρχομαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Στράβων 100.
Greek Monolingual
ἐνδιαχειμάζω (Α)
διαχειμάζω σε κάποιον τόπο.