ἐνδοιαστικός
English (LSJ)
ἐνδοιαστική, ἐνδοιαστικόν, expressing doubt or ambiguous, ὀνόματα Id.Fr.15 H.; ἐπίκρισις Hermog.Id.2.7, 8: Gramm., dubitative, σύνδεσμος Ammon.in APr.68.10. Adv. ἐνδοιαστικῶς Eust.1080.69.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1ambiguo, confuso, que provoca duda ὀνόματα Ph.Fr.Gen.1.55, cf. Olymp.in Mete.66.22.
2 ret. y gram. dubitativo αἱ δὲ ἐνδοιαστικαὶ ἐπικρίσεις ἧττον ἔχουσι τὸ ἐνδιάθετον las afirmaciones que expresan duda son menos espóntáneas Hermog.Id.2.7 (p.361), τῇ ἐπικρίσει ἐνδοιαστικῇ κέχρηται τῇ «ὡς ἔοικεν» ha empleado el juicio dubitativo de «ὡς ἔοικεν» Hermog.Id.2.8 (p.368), cf. Steph.in Hp.Progn.36.27, σύνδεσμος Ammon.in APr.68.10, cf. Eust.793.57, κατὰ τοῦ ἐνδοιαστικοῦ expresando duda Steph.in Hp.Progn.36.25.
II adv. -ως expresando duda op. κελευσματικῶς Eust.1080.63, cf. 951.26, junto a ἀμφιβόλως Sch.Th.3.49, διαλέγεσθαι Sch.D.16.4.
German (Pape)
[Seite 835] ή, όν, zum Zweifeln geneigt, Sp.; ἐνδοιαστικῶς ὑβρίσαι, dem ἀποφαντικῶς entggstzt, Eust. 1230, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἐνδοιασμόν, Ἑρμογ. σ. 302. - Ἐπίρρ. ἐνδοιαστικῶς, Εὐστ. 1080. 69.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνδοιαστικός, -ή, -όν)
1. διστακτικός, αμφιταλαντευόμενος («ἐνδοιαστική ἐπίκρισις», Ερμογ.)
2. γραμμ. «ενδοιαστικές προτάσεις» — αυτές που δηλώνουν ενδοιασμό, φόβο ή υποψία μήπως γίνει κάτι ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει κάτι επιθυμητό.