ἐνεικονίζω

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεικονίζω Medium diacritics: ἐνεικονίζω Low diacritics: ενεικονίζω Capitals: ΕΝΕΙΚΟΝΙΖΩ
Transliteration A: eneikonízō Transliteration B: eneikonizō Transliteration C: eneikonizo Beta Code: e)neikoni/zw

English (LSJ)

impart form to, τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1:—Med., have portrayed in a thing, τοὺς ἑαυτοῦ [λόγους] τοῖς ἑτέρων ἐνεικονίζεσθαι Plu.2.40d; represent as by an image, Simp.in Ph.1355.11; τὸ θεῶν κάλλος δι' ἐγκοσμίων εἰδῶν Hierocl.in CA23p.468M., cf. Procl.Inst.152:—Pass., find a place in a metaphor or piece of symbolism, Id.in Prm.pp.480,503 S.

Spanish (DGE)

I intr., en v. med., c. suj. abstr. y dat. reflejarse en δεῖ τοὺς ἑαυτῶν (λόγους) ἐνεικονίζεσθαι τοῖς ἑτέρων Plu.2.40d, cf. Dion.Ar.EH 73.14, τῷ δὲ φωτὶ τὸ καλὸν τῆς περιστερᾶς εἶδος ἐνεικονίζεται Gr.Nyss.Hom.in Cant.151.1, cf. Porph.Marc.11, c. εἰς y ac. τὰ ὁρώμενα ὑπὸ τὸ ἕν, εἰς τὴν μακρὰν κόρην τοῦ ὀφθαλμοῦ ... ἐνεικονίζεται Mac.Aeg.Serm.B 14.10.
II tr., de abstr. y fig.
1 en v. med. representar la imagen de, figurar τὸν θεόν Callistr.10.2, ἡ (κίνησις) τῆς ἀπλανοῦς ... τὸ τοῦ κινοῦντος ἀμερὲς ... ἐνεικονιζομένη el movimiento de una (estrella) fija que representa en imagen la indivisibilidad del primer motor inmóvil, Simp.in Ph.1355.11, τὴν ἀπειρίαν ἐνεικονίζεται τὴν τῶν ὅλων ἀρχέγονον figura la infinitud como el arquetipo primordial de todas las cosas Procl.Inst.152, cf. in Prm.659, Hierocl.in CA 23.1, ὥστε οὐδὲν ἕτερον νῦν ἢ τὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς ἁλώσεως ἡμᾶς ἐνεικονίζεσθαι πράγματα de modo que ahora la situación no se nos figura de otra manera que como el cautiverio de los judíos Basil.Ep.239.1.
2 en v. act. dar forma, conformar ἰδέα ... εἰκονίζουσα δὲ τὰς ἀμόρφους ὕλας Placit.1.10.1, ἐλπὶς ... τοιαῦτα τοίνυν ἐνεικονίζουσα Chor.Or.4.23.

German (Pape)

[Seite 836] darin abbilden, Stob. ecl. phys. 13, 1. – Med., sein Bild hineinbringen, sich spiegeln, τοὺς ἑαυτοῦ λόγους τοῖς ἑτέρων, seine Reden in denen Anderer abspiegeln, Plut. audit. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεικονίζω: εἰκονίζω, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 334. - Παθ., εἰκονίζομαι ἔν τινι, οὕτως ἐπὶ τῶν λόγων δεῖ τοὺς ἑαυτῶν ἐνεικονίζεσθαι τοῖς ἑτέρων Πλούτ. 2. 40D. Πρβλ. εἰκονίζω.

Greek Monolingual

ἐνεικονίζω (Α)
1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας»)
2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση
3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῖ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῖς ἑτέρων», Πλούτ.)
4. μέσ. ενεικονίζομαι
παριστάνω, παρουσιάζω ως εικόνα.