ἐνιαυτίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
spend a year, Pl.Com.113: late in Act., Sch.E.Or.1645, Suid.
German (Pape)
[Seite 844] ein Jahr leben, zubringen, Plat. com. bei Ath. XIV, 644 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυτίζομαι: διέρχομαι ἓν ἔτος, ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος Πλάτων Κωμ. ἐν «Ποιητῇ» 1· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1645· «ἐνιαυτίζω, ἐνιαυτόν που διατρίβω» Σουΐδ.