ἐννόησις
From LSJ
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
English (LSJ)
-εως, ἡ, consideration, Pl.R. 407c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
pensamiento, reflexión μαθήσεις ... καὶ ἐννοήσεις Pl.R.407c, διανοία ... καὶ ἐ. Hyp.Fr.65, ἐν ἐννοήσει οἷον ὁριστικῇ en el pensamiento como delimitador que es Plot.6.6.17, ἡ ἐ. καὶ ἡ βλασφημία αὐτοῦ ἡ πρὸς τὸν κύριον A.Pass.Petr.et Paul.57.
German (Pape)
[Seite 847] ἡ, das Nachdenken, Betrachten, Plat. Rep. III, 407 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réfléchir, de penser.
Étymologie: ἐννοέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννόησις: -εως, ἡ, σκέψις, λογισμός, Πλάτ. Πολ. 407Β.
Russian (Dvoretsky)
ἐννόησις: εως ἡ размышление Plat.