ἐνοιδίσκομαι
From LSJ
English (LSJ)
= ἐνοιδέω, of vine-buds, Gal.12.187.
Spanish (DGE)
hincharse τό γ' ἐνοιδισκόμενον αὐτῶν (ἀμπέλων) μέρος cuando echa brotes, Gal.12.187.
German (Pape)
Greek Monolingual
ἐνοιδίσκομαι (Α)
θαμιστ. τ. του ενοιδέω (για τους βλαστούς του αμπελιού) φουσκώνω, πρήζομαι.