ἐξέρρω
From LSJ
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
in imper., ἔξερρε γαίας away out of the land! E.Hipp.973: impf. ἐξέρρον· ἐξεπορεύοντο, Hsch. (ἐξέρον cod.).
French (Bailly abrégé)
seul. impér. prés.
s'en aller, disparaître de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἔρρω.
German (Pape)
(ἔρρω), sich hinauspacken, sich fortmachen und (zum Henker) ins Unglück gehen, γαίης Eur. Hipp. 973.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέρρω: (только 2 л. sing. imper. praes.) уходить прочь (ἔξερρε γαίας τῆσδε Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέρρω: μόνον κατὰ προστ., ἔξερρε γαίας τῆσδε, φεῦγε μακρὰν τούτου τοῦ τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 973, ἔνθα ἴδε Valck.
Greek Monolingual
ἐξέρρω (Α) έρρω
φρ. «ἔξερρε γαίας τῆσδε» — φύγε μακριά από δω, τσακίσου.
Greek Monotonic
ἐξέρρω: μόνο στην προστ., ἔξερρε γαίας, μακριά (φύγε) από αυτή τη γη, από αυτόν τον τόπο! σε Ευρ.