ἐξαποχέω
From LSJ
English (LSJ)
in Pass., pour forth from, Tz.H.3.327.
Spanish (DGE)
derramar ὀφθαλμῶν ἐξαπεχεῖτο δάκρυ Tz.H.3.330.
German (Pape)
[Seite 871] (s. χέω), ausgießen, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποχέω: ἀποχέω ἔκ τινος, κρήνης δὲ δίκην ὀφθαλμῶν ἐξαπεχεῖτο δάκρυ Τζέτζ. Ἱστ. 3. 327.