ἐξαφρίζομαι
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
French (Bailly abrégé)
seul. Moy.
jeter l'écume de, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀφρίζομαι.
Greek Monotonic
ἐξᾰφρίζομαι: Μέσ., βράζω κάτι μέχρι να αφρίσει και μετά αφαιρώ τον αφρό του, ξαφρίζω· μεταφ., λέγεται για άλογο, ἐξαφρίζεσθαι μένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαφρίζομαι: давать перекипеть: ἐ. μένος Aesch. дать улечься гневу.
Middle Liddell
Mid. to throw off by foaming:—metaph. from a horse, ἐξαφρίζεσθαι μένος Aesch.