ἐξοπίζω
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
squeeze out the juice, ὀπὸς εἰς ἔριον ἐξοπισθείς Arist.HA 522b3.
German (Pape)
[Seite 887] den Saft ausdrücken, Arist. H. A. 3, 20.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπίζω: выжимать сок (ὀπὸς εἴς τι ἐξοπισθείς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπίζω: ἐκπιέζω, ἐκθλίβω, ὀπὸς εἰς ἔριον ἐξοπισθεὶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 15.
Greek Monolingual
ἐξοπίζω (Α)
αφαιρώ τον χυμό με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οπίζω «στίβω» (< οπός «χυμός»)].