ἐξοράω
English (LSJ)
A see from afar:—Pass., ὥστ' ἐξορᾶσθαι E.Heracl.675, Hel. 1269; cf. ἐξεῖδον.
II have the appearance, ὡς ἀγχόμενος Hp. Morb.2.68.
German (Pape)
[Seite 887] (s. ὁράω), heraussehen; ὁ δ' ἔπειτα μέγ' ἔξιδεν ὀφθαλμοῖσιν, er sah hell aus den Augen, nachdem die Blindheit davon genommen worden, Il. 20, 342; – aus der Ferne sehen, Eur. Heracl. 675 Hel. 1269. – genau sehen, betrachten, ἐξιδοῦ ὅ τι πράξεις Soph. Phil. 840. – Bei Hippocr. = weit aus dem Kopfe hervorstehende Augen haben.
French (Bailly abrégé)
ἐξορῶ :
f. ἐξόψομαι, ao.2 ἐξεῖδον, etc.
voir clairement ou distinctement;
Moy. ἐξοράομαι, ἐξορῶμαι regarder avec attention.
Étymologie: ἐξ, ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοράω: (fut. ἐξόψομαι, aor. 2 ἐξεῖδον)
1 видеть издали: ὥστε ἐξορᾶσθαι τὸν στρατηγὸν ἐμφανῶς Eur. настолько, что (можно) ясно видеть полководца;
2 внимательно смотреть (μέγ᾽ ὀφθαλμοῖσιν Hom.): ἐξιδοῦ ὅπᾳ πράξεις Soph. внимательно подумай о том, что станешь делать.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοράω: βλέπω μακράν: Παθ., φαίνομαι μακρόθεν, ὥστ’ ἐξορᾶσθαι τὸν στρατηγὸν ἐμφανῶς Εὐρ. Ἡρακλ. 675. Ἠλ. 1269· πρβλ. ἐξεῖδον. ΙΙ. βλέπω μὲ ἐξέχοντας, «γουρλωμένους» ὀφθαλμούς, ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος Ἱππ. 485. 18: πρβλ. ἐξόμματος, ἐξόφθαλμος.
Greek Monotonic
ἐξοράω: βλέπω από μακριά — Παθ., σε Ευρ.· πρβλ. ἐξεῖδον.