ἐξουθενητικός

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξουθενητικός Medium diacritics: ἐξουθενητικός Low diacritics: εξουθενητικός Capitals: ΕΞΟΥΘΕΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exouthenētikós Transliteration B: exouthenētikos Transliteration C: eksouthenitikos Beta Code: e)couqenhtiko/s

English (LSJ)

ἐξουθενητική, ἐξουθενητικόν, inclined to set at naught, τοῦ θείου D.L.7.119.

German (Pape)

[Seite 888] ή, όν, geringschätzend, τινός, D. L. 7, 119.

Russian (Dvoretsky)

ἐξουθενητικός: склонный ни во что не ставить, отрицающий (τοῦ θείου Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξουθενητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐξουθενῆ, τοῦ θείου Διογ. Λ. 7. 119.

Greek Monolingual

ἐξουθενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να εξουθενώνει, να εξευτελίζει.