ἐξουθενητικός
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ἐξουθενητική, ἐξουθενητικόν, inclined to set at naught, τοῦ θείου D.L.7.119.
German (Pape)
[Seite 888] ή, όν, geringschätzend, τινός, D. L. 7, 119.
Russian (Dvoretsky)
ἐξουθενητικός: склонный ни во что не ставить, отрицающий (τοῦ θείου Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουθενητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐξουθενῆ, τοῦ θείου Διογ. Λ. 7. 119.
Greek Monolingual
ἐξουθενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να εξουθενώνει, να εξευτελίζει.