ἐπαμφότερος
From LSJ
English (LSJ)
ἐπαμφότερον, ambiguous, τὸ ἐ. Philostr.VS1.25.10. Adv. ἐπαμφοτέρως, εἰπεῖν ib.21.5.
German (Pape)
[Seite 899] zweideutig, doppelsinnig, Philostr., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμφότερος: -ον, = ἀμφότερος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9. ΙΙ. ἐπαμφοτερίζων, Φιλόστρ. 543. - Ἐππίρ. -ρως, ἐπαμφοτέρως εἰπεῖν Φιλόστρ. 519.
Greek Monolingual
ἐπαμφότερος, -ον (Α)
αμφίβολος, αυτός που επιδέχεται διπλή ερμηνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφότερος].