ἐπαρά

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρά Medium diacritics: ἐπαρά Low diacritics: επαρά Capitals: ΕΠΑΡΑ
Transliteration A: epará Transliteration B: epara Transliteration C: epara Beta Code: e)para/

English (LSJ)

Ion. ἐπαρή, ἡ, solemn curse, imprecation, θεοὶ δ' ἐτέλειον ἐπαράς Il.9.456, cf. ThebaisFr.2.7; ἐπαρὴν ποιῆσαι SIG38.30 (Teos); ἐπαρὰς ἐποιήσαντο ib.167.28 (Mylasa). [ἐπᾱρ- in Hom.]

German (Pape)

[Seite 904] ἡ, Verwünschung, Verfluchung, Il. 9, 456; p. bei Ath. XI, 466 a.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
imprécation.
Étymologie: ἐπί, ἀρά.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾱρά: ᾶς ἡ проклятие Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρά: Ἰων. ἐπαρή, ἡ, κατάρα κατά τινος, θεοὶ δ’ ἐτέλειον ἐπαρὰς Ἰλ. Ι. 456, πρβλ. ποιητὴν τῆς Θηβαΐδος παρ’ Ἀθην. 466Α· ἐπαρὰς ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2691c, 11. Τὸ α τῆς παραληγ. παρ’ Ὁμ. μακρόν.

Greek Monolingual

ἐπαρά και ιων. τ. ἐπαρή, η (Α)
αρά, κατάρα («θεοὶ δ' ἐτέλειον ἐπαράς», Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρά «κατάρα»].

Greek Monotonic

ἐπαρά: Ιων. -αρή[ᾱ], ἡ, κατάρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

an imprecation, Il.