ἐπαρά
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
Ion. ἐπαρή, ἡ, solemn curse, imprecation, θεοὶ δ' ἐτέλειον ἐπαράς Il.9.456, cf. ThebaisFr.2.7; ἐπαρὴν ποιῆσαι SIG38.30 (Teos); ἐπαρὰς ἐποιήσαντο ib.167.28 (Mylasa). [ἐπᾱρ- in Hom.]
German (Pape)
[Seite 904] ἡ, Verwünschung, Verfluchung, Il. 9, 456; p. bei Ath. XI, 466 a.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
imprécation.
Étymologie: ἐπί, ἀρά.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾱρά: ᾶς ἡ проклятие Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρά: Ἰων. ἐπαρή, ἡ, κατάρα κατά τινος, θεοὶ δ’ ἐτέλειον ἐπαρὰς Ἰλ. Ι. 456, πρβλ. ποιητὴν τῆς Θηβαΐδος παρ’ Ἀθην. 466Α· ἐπαρὰς ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2691c, 11. Τὸ α τῆς παραληγ. παρ’ Ὁμ. μακρόν.
Greek Monolingual
ἐπαρά και ιων. τ. ἐπαρή, η (Α)
αρά, κατάρα («θεοὶ δ' ἐτέλειον ἐπαράς», Ομ. Ιλ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρά «κατάρα»].
Greek Monotonic
ἐπαρά: Ιων. -αρή[ᾱ], ἡ, κατάρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
an imprecation, Il.