ἐπηλυγισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = ἐπισκιασμός, Hsch. s.v. ἠλύγη.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, Beschattung, Bedeckung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηλυγισμός: «ἐπισκιασμός, σκότος», Ἡσύχ. ἐν λ. ἠλύγη.
Greek Monolingual
ἐπηλυγισμός ο (Α)
επισκιασμός, σκοτείνιασμα.