ἐπιβεβαιόω
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
add proof, Thphr. CP 5.14.4; confirm, ὑποψίαν J.BJ 1.22.5; ratify, νόμον Plu.Cat.Mi.32, cf.PLond.3.1157vb4 (iii A.D.): —Pass., to be further confirmed, Arist.APr.47a6.
German (Pape)
[Seite 929] bestätigen, versichern, Theophr. u. Sp., z. B. Plut. Cat. min. 32, νόμον.
French (Bailly abrégé)
ἐπιβεβαιῶ :
confirmer, particul. ratifier.
Étymologie: ἐπί, βεβαιόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβεβαιόω: ὡς καὶ νῦν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4· ἐπικυρῶ, νόμον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32:- Παθ., ὡς καὶ νῦν, ἔτι μᾶλλον βεβαιοῦμαι, ἐπικυροῦμαι, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβεβαιόω: утверждать (νόμον Plut.); pass. подтверждаться (ἐπιβεβαιοῦσθαι καὶ φανερώτερον εἶναι Arst.).