ἐπικλίνεια
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
[κλῐ], ἡ,
A inclination, bend, Heliod. ap. Orib.49.13.3.
2. tendency, πρὸς φθίσιν Gal.17 (1).726.
Greek Monolingual
ἐπικλίνεια, ἡ (Α) επικλινής
1. κλίση, κατηφοριά, πλαγιά
2. μτφ. τάση προς κάτι, προδιάθεση.