ἐπισπαίρω
From LSJ
English (LSJ)
pant, struggle, ἐπί τινι Plu.2.327c.
German (Pape)
[Seite 980] dabei, dazu zucken, Plut. de Alex. fort. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
palpiter, tressaillir.
Étymologie: ἐπί, σπαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισπαίρω: (из-за чего-л.) трепетать, дрожать (ἐπί τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπαίρω: σπαίρω ἐπί τινι, συνταράσσομαι, ἐπί τινι Πλουτ. 2. 327Ε.
Greek Monolingual
ἐπισπαίρω (Α)
λαχταρώ, αγωνιώ για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπαίρω «κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι»].