ἐπιστάτις
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, fem. of ἐπιστάτης, οὐ γὰρ μουσικὴ τούτων ἐ. Aristid.Quint. 2.6, cf. Corn. ND 20, Sch. Ar. Th. 380.
German (Pape)
[Seite 983] ιδος, ἡ, fem. zu ἐπιστάτης, z. B. ἀρχή, Suid.; Schol. Ar. Th. 373.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστάτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἐπιστάτης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 374, Σουΐδ., Εὐδοκ. Μακρεμβ. 12 Villois. An. Gr.
Greek Monolingual
η
βλ. επιστάτης.