ἐπιτετράφαται
From LSJ
English (LSJ)
v. ἐπιτρέπω 1.6.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. et ion. de ἐπιτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτετράφᾰται: эп.-ион. 3 л. pl. pf. pass. к ἐπιτρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτετράφαται: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιτρέπω Ι. 3 ἐν τέλει.
English (Autenrieth)
see ἐπιτρέπω.
Greek Monolingual
ἐπιτετράφαται (Α)
ιων. τ. γ’ πληθ. προσ. παθ. παρακμ. του επιτρέπω.