ἐρασιχρήματος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἐρασιχρήματον, loving money, X.Mem.1.2.5, Philostr.VS2.29.
German (Pape)
[Seite 1017] geldliebend, habgierig u. geizig, Xen. Mem. 1, 2, 5 u. VLL.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime passionnément l'argent.
Étymologie: ἐράω, χρῆμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰσῐχρήμᾰτος: сребролюбивый, любостяжательный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσιχρήματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 5, Φιλόστρ. 621. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐρασιχρημάτους· φιλαργύρους».
Greek Monolingual
ἐρασιχρήματος, -ον (AM)
αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].
Greek Monotonic
ἐρᾰσιχρήματος: -ον (χρήματα), αυτός που αγαπά τα χρήματα, φιλοχρήματος, φιλάργυρος, σε Ξεν.