ἐριοπλύτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ
A, (πλύνω) wool-cleaner, fuller, Dsc.2.163, BGU118 iii 7 (ii A.D.); ἡ ἐργασία τῶν ἐ. IGRom.4.821 (Hierapolis).
German (Pape)
[Seite 1030] ὁ, Wollenwäscher, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριοπλύτης: -ου, ὁ, (πλύνω) ὁ πλύνων, λευκαίνων ἔρια, Διοσκ. 2 193.
Greek Monolingual
ἐριοπλύτης, ὁ (Α)
αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -πλύτης (< πλύνω)].