ἐρωτοδιδάσκαλος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, teacher of the art of love, Ath.5.219d.
German (Pape)
[Seite 1041] ὁ, ἡ, Lehrer, Lehrerinn der Liebe, Ath. V, 219 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτοδῐδάσκᾰλος: ὁ, ἡ, διδάσκαλος τῆς τέχνης τοῦ ἐρᾶν, Ἀθήν. 219D.
Greek Monolingual
ἐρωτοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
ο δάσκαλος της τέχνης του έρωτα.