ἐρωτοπλοέω
From LSJ
English (LSJ)
sail on love's ocean, ib.5.155(Id.).
German (Pape)
[Seite 1041] im Liebesmeer schiffen, in Liebe schwimmen, Mel. 69 (V, 156).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτοπλοέω: πλέω ἐν τῷ ὠκεανῷ τοῦ ἔρωτος. Ἀνθ. Π. 5. 156.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτοπλοέω: плыть по волнам любви Anth.
Greek Monolingual
ἐρωτοπλοῶ, ἐρωτοπλοέω (Α)
πλέω στο πέλαγος του έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -πλοώ < πλους].