ἑνδεκαγράμματος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ἑνδεκαγράμματον, of eleven letters, πούς prob. in Ath.10.455b.
Spanish (DGE)
-ον
métr. de once letras de un pie métrico, Ath.455b (cj., v. δεκαγράμματος).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑνδεκαγράμματος, -ον)
αυτός που αποτελείται από ένδεκα γράμματα.