ἑξάκυκλος
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
[ᾰ], ον, six-wheeled, ἅμαξαι Hp.Aër.18.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene seis ruedas ἅμαξαι Hp.Aër.18
•quizá de seis círculos como decoración de un vaso σοῦφα ἑξάκυκλ(α) SB 13927.3 (IV d.C.).
2 de seis giros, séxtuple ἑ. ἕλιξ Hippol.Haer.4.43.7, ἑ. ἡμερῶν δρόμος Tz.ad Hes.Op.596.
German (Pape)
[Seite 865] mit sechs Rädern, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάκυκλος: -ον, ἔχων ἓξ κύκλους, ἤτοι τροχούς, ἅμαξαι ἑξάκυκλοι Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, 29.
Greek Monolingual
ἑξάκυκλος, -ον (AM)
μσν.
φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» — δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.)
αρχ.
(για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα- < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος.