ἑταίρησις
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
-εως, ἡ, unchastity, Aeschin.1.13, D.22.21, Ph.2.381, etc.
German (Pape)
[Seite 1047] ἡ, die Buhlerei, Unzucht, bes. die Päderastie, ἑταιρήσεως γραφή Aesch. 1, 13; Dem.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: ἑταιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἑταίρησις: εως ἡ распутство, разврат Aeschin. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταίρησις: -εως, ἡ, (ἑταίρω) τὸ ἑταιρεῖν, τὸ ἐπὶ συνουσίαις μισθαρνεῖν, Αἰσχίν. 2. 43, κλτ.
Greek Monolingual
ἑταίρησις, ἡ (Α) εταιρώ
η ασελγής ζωή, η ακολασία, η πληρωμένη πορνεία.
Greek Monotonic
ἑταίρησις: -εως, ἡ (ἑταιρέω), ασέλγεια, λαγνεία, απιστία, πορνεία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ἑταίρησις, εως ἑταιρέω
unchastity, Aeschin.