ἔγγλυφος
From LSJ
Full diacritics: ἔγγλῠφος | Medium diacritics: ἔγγλυφος | Low diacritics: έγγλυφος | Capitals: ΕΓΓΛΥΦΟΣ |
Transliteration A: énglyphos | Transliteration B: englyphos | Transliteration C: egglyfos | Beta Code: e)/gglufos |
ἔγγλυφον, carved, TAM2.210 (Sidyma), Prisc.p.311 D.
-ον
labrado, tallado συνψέλιον TAM 2.210a.3 (Sídima), σανίδες Prisc.11.2.552.
-η, -ο (AM ἔγγλυφος, -ον)
χαραγμένος μέσα σε κάτι (σε αντίθεση με τον ανάγλυφο).