ἔκτορνος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ἔκτορνον, rounded, ἀξονίσκος Ph.Bel.76.25.
Spanish (DGE)
-ον
torneado, hecho a torno, ἀξονίσκος Ph.Bel.76.25.
Greek Monolingual
ἔκτορνος, -ον (Α)
τορνευμένος, στρογγυλός, εύρυθμος.