ἔναρχος
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
English (LSJ)
ἔναρχον, (ἀρχή)
A in office, in authority, App.BC1.14, Wilcken Chr.41 iii 10 (iii A. D.); οἱ ἔ. ὄντες ἀεί GDI2520.12 (Delph.); συνέδρους ἀεὶ τοὺς ἐ. those who were in office at the time, CIG3046.13 (Teos); ἔ. ἀρχιερεύς IGRom.1.1060.4 (Alexandria); ὑπομνηματογράφος OGI 715 (ibid.), etc.
2 under authority, Stob.2.7.3a.
Spanish (DGE)
-ον
I institucional
1 que está en el cargo, que está en ejercicio de dif. magistrados, funcionarios o cargos relig. temporales τοὺς ... ἱερομνάμο[νας] τοὺς ἐνάρχους ὄντας ἀεί CID 4.43.11 (III a.C.), τοὺς συνέδρους ἀεὶ τοὺς ἐνάρχους SIG 563.13 (Teos III a.C.), (προνοηθῆναι) τοὺς ἐνάρχους ταγοὺς ὅπως ... Gonnoi 39.6 (II a.C.), ἐξηγητής SB 7558.31 (II d.C.), ἀγορανόμ(ος) SB 12596.2 (II d.C.), γυμνασίαρχος PKöln 143.10, PFay.96.14 (ambos II d.C.), IGLAlex.101.2 (III d.C.), πρύτανις POxy.3924 (III d.C.), cf. 3192.5 (IV d.C.), ὑπομνηματογράφος IGLAlex.23.5 (III d.C.), ἔ. ἀρχιερεὺς τῶν ... Σεβαστῶν IGLAlex.29.4 (II d.C.), πομπαγωγός POxy.2768.4 (III d.C.), ὁ ἔ. ἐξηγητῶν PStras.339.1 (III d.C.), στρατηγός CPR 17A.3.3.42 (IV d.C.), πρόεδρος PBeatty Panop.1.184 (III d.C.), como predic. ἔτι ὢν ἔ. estando todavía en el cargo de tribuno, App.BC 1.14, cf. A.Al.14.24.
2 que está bajo el mando τάγμα Ar.Did. en Stob.2.7.3a.
II 1original, donde todo tiene su principio ἔ. ἀρχή Cyr.Al.M.74.340D.
2 que tiene comienzo subst. τὸ ἐ.: εἰ πρῶτον τοῦ ἐνάρχου τὸ ἄναρχον si lo que no tiene comienzo es anterior a lo que lo tiene ..., Disp.Phot.M.88.560A.
German (Pape)
[Seite 830] 1) im Amte, mit einem obrigkeitlichen Amte bekleidet, App. B. C. 1, 14. – 2) unter dem Befehle stehend, Stab. ecl. eth. 2, 7. – 3) im Anfang, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναρχος: -ον, ὁ ἔχων ἀρχήν, ἐξουσίαν, ἐμελανειμόνι ἔτι ὢν ἔναρχος Ἀππ. Ἐμφ. 1. 14· οἱ ἀεὶ ἔναρχοι ὄντες Ἐπιγρ. Δελφ. 34. 28· συνέδρους ἀεὶ τοὺς ἐνάρχους, τοὺς κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον κατέχοντας τὴν ἀρχήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3046. 13· ἔναρχος ἀρχιδικαστὴς 47. 55. 2) ὑπὸ ἐξουσίαν, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 56. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχῇ, πρῶτος, ἀρκτικός, Κύριλλ. Ἀλ. κ. 15, σ. 861· ἔναρχον λέξεως (τὸ σ) Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 70. 8.
Greek Monolingual
ἔναρχος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που βρίσκεται στην αρχή, πρώτος, εναρκτικός, που σημειώνει την έναρξη
αρχ.
1. αυτός που έχει εξουσία, αρχή, αξίωμα
2. αυτός που βρίσκεται κάτω από εξουσία, υπεξούσιος.