ἔπεσαν
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
Ep. for ἐπῆσαν, 3pl. impf. of ἔπειμι (A).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de ἔπειμι¹.
Russian (Dvoretsky)
ἔπεσαν: эп. (= ἐπῆσαν) 3 л. pl. impf. к ἔπειμι I.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπεσαν: Ἐπικ. ἀντὶ ἐπῆσαν, γ΄ πληθ. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι.
Greek Monotonic
ἔπεσαν: Επικ. αντί ἐπῆσαν, γʹ πληθ. παρατ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).