ἔπεσαν
From LSJ
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
English (LSJ)
Ep. for ἐπῆσαν, 3pl. impf. of ἔπειμι (A).
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de ἔπειμι¹.
Russian (Dvoretsky)
ἔπεσαν: эп. (= ἐπῆσαν) 3 л. pl. impf. к ἔπειμι I.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπεσαν: Ἐπικ. ἀντὶ ἐπῆσαν, γ΄ πληθ. τοῦ παρατ. τοῦ ἔπειμι.
Greek Monotonic
ἔπεσαν: Επικ. αντί ἐπῆσαν, γʹ πληθ. παρατ. του ἔπειμι (εἰμί, sum).