ἠικανός
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ὁ ἀλεκτρυών, Hsch. ἤϊκτο, v. ἔοικα. ἤϊξε, v. ἀΐσσω.
Greek Monolingual
ἠϊκανός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό η-ι- < ᾱυσ-ι- που ανάγεται σε ΙΕ ρίζαawes- «φωτίζω», απ' όπου και το ηώς «αυγή». Το -ι- δηλωτικό της τοπικής πτώσης ή ανάλογο του τερψίμβροτος. Το β' συνθετικό -κανός ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kan- «τραγουδώ, ηχώ» και συνδέεται με το λατ. cano «τραγουδώ», το νεώτ. άνω γερμ. Hahn «κόκορας», αλλά και τα αρχ. ελλ. κανάσσω «ρέω με θόρυβο», καναχή «οξύς θόρυβος». Η ακριβής σημασία επομένως είναι «αυτός που τραγουδά την αυγή». Παρόμοια σύνθετα για τον κόκορα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, όπως λ.χ. το αρχ. ινδ. usā-kala με β' συνθετικό που ανάγεται σε IĖ ρίζα kel- «φωνάζω, κραυγάζω»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ὁ ἀλεκτρυών H
Origin: IE [Indo-European] [86] *h₂ues- lighten
Etymology: Prop. early-singer, comp from ἠι- (for *αυσι-, to ἕως, old loc.) and a verb for to sing in Lat. cano, NHG Hahn. On the accent Wackernagel Philol. 95, 182f.; on the factual basis Amman Glotta 25, 1ff.; further Wolters FS Lambros 486ff and Kretschmer Glotta 27, 23f. Synonymous formations with cognate elements in Skt. uṣa-kala- and Old- and NewIcel. ar-gali m. cock (Lidén Meijerbergs arkiv f. svensk ordforskn. 1 (1939) 84ff. w. useful details).