ἠνώγεα
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ἠνώγει, v. ἄνωγα.
French (Bailly abrégé)
pqp. épq. de ἀνώγω.
Russian (Dvoretsky)
ἠνώγεα: эп. 1 л. sing. ppf. к ἀνώγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἠνώγεα: ἠνώγει, ἴδε ἐν λ. ἄνωγα.
English (Autenrieth)
see ἄνωγα.
Greek Monotonic
ἠνώγεα: Επικ. υπερσυντ. του ἄνωγα· γʹ ενικ. ἠνώγει, αόρ. αʹ ἤνωξα.