ἠριγένεια
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ἡ, (ἦρι, γενέσθαι)
A early-born, child of morn, epithet of Ἠώς, Od.4.195, etc.: also abs., = Ἠώς, 22.197, 23.347; καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας as at clear morn, Theoc.24.39; γενέθλιον ἠριγένειαν a birthday morning, AP9.353 (Leon.Alex.); later, epithet of the Moon, Hymn.Mag.5.3.
2 in later Ep., a day, Nonn. D. 38.271, Q.S.10.478.
II (ἔαρ) bearing in spring, λέαινα A.Fr.426 (nisi leg. ἠυγ-).
German (Pape)
[Seite 1175] ἡ, heißt Eos, die früh (ἦρι) am Mor.gen Geborene, oder die aus dem Morgennebel (ἀήρ) Hervorgehende, Kind der Frühe, Hom. oft, auch allein, Ἠριγ., Od. 22, 197; Hes. th. 381; der Morgen, Theocr. 24, 39; Orph. Arg. 1183; Hesych. erkl. auch ἡ τὴν ἡμέραν γεννῶσα, den Tag, den Morgen hervorbringend, u. führt aus Aesch. (frg. 363) λέαινα ἠριγένεια, die im Frühling Gebärende, oder gar ἡ ἐν τῷ ἀέρι τίκτουσα an; Leon. Al. 26 (IX, 353) vrbdt γενέθλιον ήριγένειαν, Geburtstagsmorgen. Eigtl. fem. zu
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
fille du matin, ép. d'Éôs (l'Aurore) ; subst. ἡ ἠριγένεια le matin.
Étymologie: ἦρ, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἠριγένεια:
I ион. ἠριγενείη ἡ ἦρι
1 рождающаяся ранним утром, дитя раннего утра (Ἠώς Hom.);
2 заря, утро: ἠ. παρ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων ἐπερχομένη Hom. вставшая из волн Океана заря; καθαρᾶς ἡριγενείας Theocr. ясным утром.
II ἡ [ἦρ] рождающая весной (λέαινα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠριγένεια: ἡ, (ἦρι, γενέσθαι) πρωὶ γεννηθεῖσα, τέκνον τῆς πρωίας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς Ἠοῦς· ὡσαύτως ἀπολ. = Ἠώς, Ὀδ. Χ. 197, Ψ. 347· καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας, ὡς κατὰ τὴν καθαρὰν αὐγήν, Θεόκρ. 24. 39· γενέθλιον ἠριγένειαν, γενέθλιον πρωίαν, Ἀνθ. Π. Ι. 353. 2) παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ἡμέρα, Νόνν. Δ. 38. 271, Κόϊντ. Σμ. 10. 478. ΙΙ. (ἦρ) γεννῶσα κατὰ τὸ ἔαρ, λέαινα Αἰσχύλ Ἀποσπ. 357.
English (Autenrieth)
early born, epithet of ἠώς. As subst.=Eos, child of dawn, Od. 22.197.
Spanish
Greek Monolingual
ἠριγένεια, ή (Α)
1. (για την Ηώ) αυτή που γεννήθηκε πρωί
2. το πρωί
3. η ημέρα
4. αυτή που γεννά κατά την άνοιξη («ἠριγένεια λέαινα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την παθ. σημασία «αυτή που γεννήθηκε το πρωί» η λ. ηριγένεια < ήρι «νωρίς, πρωί», ενώ με την ενεργ. σημασία «αυτή που γεννά την άνοιξη» η λ. προέρχεται από τη δοτική ήρι του ηρ, συνηρ. τ. του έαρ. Ως β' συνθετικό και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζεται το –γένεια < -γενής < γένος].
Greek Monotonic
ἠριγένεια: ἡ (γίγνομαι), αυτή που έχει γεννηθεί πρωί, το παιδί της αυγής, επίθ. της Ἠοῦς, σε Όμηρ.· επίσης, απόλ., Ἠώς, η Αυγή, σε Ομήρ. Οδ.· ἠριγενείας, την αυγή, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἠρι-γένεια, ἡ, γίγνομαι
early-born, child of morn, epithet of Ἠώς, Hom.; also absol., = Ἠώς, Morn, Od.; ἠριγενείας at morn, Theocr.
Léxico de magia
ἡ hija de la mañana ref. a Selene ἐλθέ μοι, ὦ δέσποινα φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη, ..., φαεσίμβροτε, ἠριγένεια ven a mí, oh, amada señora, Selene de tres rostros, que traes la luz a los mortales, hija de la mañana P IV 2790