ἡμισύτριτον
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
τό, a third half, i.e. one and a half, Archil.167.
German (Pape)
[Seite 1170] 2½, Hesych.; vgl. Priscian. 2 p. 395, der auch ἕβδομον ἥμισυ für 61, 2u. s. w. anführt.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισύτρῐτον: τό, τὸ τρίτον ἥμισυ, δηλ. ἓν καὶ ἥμισυ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμισύτριτον, τὸ (Α)
το τρίτο ήμισυ, δηλαδή ένα και μισό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + τρίτον].